παλαιοτροπικός

παλαιοτροπικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπικές χώρες τού παλαιού κόσμου («παλαιοτροπικά φυτά»)
2. φρ. «παλαιοτροπικό βασίλειο» — μια από τις έξι κύριες φυτογεωγραφικές περιοχές τής Γης, η οποία περιλαμβάνει το αφρικανικό, το ινδομαλαϊκό και το πολυνησιακό υποβασίλειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. palaeotropical (< παλαιο*- + τροπικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”